- πολυταράχου
- πολυτάραχοςtumultuousmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι … Dictionary of Greek